μετρικῶς

μετρικῶς
μετρικός
metrical
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… …   Dictionary of Greek

  • παραύξω — και παραυξάνω Α 1. επαυξάνω, μεγεθύνω 2. (μετρ.) μηκύνω, εκτείνω συλλαβή μετρικώς 3. (αμτβ.) αυξάνομαι («ὅσον ἡ ἡμέρα παραύξει, τοσοῡτον καὶ ἡ νὺξ μειοῡται», Γέμιν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”